ετεροπροσκύνητος

ετεροπροσκύνητος
ἑτεροπροσκύνητος, -ον (Μ)
αυτός που προσκυνείται διαφορετικά, στον οποίο αποδίδεται διαφορετική λατρευτική τιμή («ἑτεροπροσκύνητος εἰκών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + προσκυνώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”